ἱππικοῦ

ἱππικοῦ
ἱππικός
of a horse
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών …   Dictionary of Greek

  • ιππικό — Στρατιωτικός όρος που αναφέρεται στην έφιππη στρατιωτική δύναμη. Ως μαχητικό όπλο το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Ασσύριοι (9ος αι. π.Χ.) και οι Πέρσες, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα των ελληνικών και ρωμαϊκών στρατευμάτων. Στους Ρωμαίους όμως …   Dictionary of Greek

  • IV Army Corps (Greece) — Infobox Military Unit unit name=IV Corps, Hellenic Army caption= dates=1914 1940, 1976 present country=Greece allegiance= branch= type= role= size= command structure= garrison=Xanthi garrison label= motto= Τώ ξιφεί τόν δεσμό λελύσθαι Solve the… …   Wikipedia

  • Order of battle of the Hellenic Army in the First Balkan War — The following is the order of battle of the Hellenic Army during the First Balkan War. Contents 1 Background 2 Mobilization 3 Army of Thessaly 4 Army of Epirus …   Wikipedia

  • ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… …   Dictionary of Greek

  • δραγόνος — ο στρατιώτης τού ελαφρού ιππικού στις ευρωπαϊκές χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dragon, ονομασία τής σημαίας τού ιππικού, < λατ. draco < (αρχ. ελλ.) δράκων] …   Dictionary of Greek

  • ιππαρχία — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του κυνικού φιλοσόφου Κράτη του Θηβαίου. Τον αγάπησε παρά την ασχήμια του και τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του. Καταγόταν από τη Μαρώνεια της Θράκης, ήταν κόρη πλούσιων γονέων και αδελφή του… …   Dictionary of Greek

  • ιπποκρατία — ιπποκρατία, ἡ (Α) επικράτηση τού ιππικού, νίκη τού ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • ουλαμός — ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός) νεοελλ. 1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή 2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”